- στερεοϊσομέρεια
- Ειδική μορφή ισομέρειας οργανικών ενώσεων, όπως π.χ. είναι τα σάκχαρα, τα γαλακτικά οξέα, τα τρυγικά οξέα, που διακρίνονται με τη διαφορετική διάταξη στο χώρο των ατόμων σε κάθε μόριό τους. Οι στερεοϊσομερείς ενώσεις περιέχουν πάντοτε ένα ή περισσότερα ασύμμετρα άτομα άνθρακα (τα τέσσερα σθένη του είναι κορεσμένα με άτομα ή ομάδες ατόμων διαφορετικές). Αυτές λέγονται και οπτικά ισομερείς, επειδή είναι ικανές να στρέφουν το επίπεδο του πολωμένου φωτός κατά την αντίθετη διεύθυνση. Χαρακτηρίζονται σε δεξιόστροφες, αυτές που το στρέφουν προς τα δεξιά, και αριστερόστροφες, αυτές που το στρέφουν προς τα αριστερά.
* * *η, Νη ύπαρξη χημικών ενώσεων με την ίδια χημική σύσταση και μοριακή δομή οι οποίες, όμως, παρουσιάζουν εν γένει διαφορές στις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες λόγω διαφορών στις απεικονίσεις τών μορίων τους, δηλαδή στη διάταξη τών ατόμων τους στον χώρο (α. «οπτική ισομέρεια» β. «γεωμετρική ισομέρεια»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stereoisomeńe (< στερεός + ισομέρεια)].
Dictionary of Greek. 2013.